Thursday, March 30, 2006

Το χάσμα γενεών

«Μπαμπά αύριο έχουμε Έκθεση!»
«Μπράβο, τι θα εκθέσετε;»
«Μπαμπά άσε τ’ αστεία, το θέμα είναι Το χάσμα των γενεών και δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Τι είναι χάσμα γενεών;»
Έλα μου ντε, σκέφτηκα.
«Λοιπόν», αποφάνθηκα. «Για σκέψου λίγο, μην και είναι ο διαφορετικός τρόπος που αντιλαμβάνεται η γενιά μου, ας πούμε, τα πράγματα από την δική σου, ας υποθέσουμε, γενιά;»
«Και γιατί η δικιά σου γενιά αντιλαμβάνεται διαφορετικά απ’ ό,τι η δική μου τα πράγματα;»
«Γιατί η δικιά μου γενιά μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον με διαφορετικά κοινωνικά δεδομένα και έχει τελείως διαφορετικές εμπειρίες απ’ ότι η δικιά σου.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή να, πάρε παράδειγμα τις πολιτικές μας πεποιθήσεις. Οι της γενιάς μου διαμορφώθηκαν από πολιτικούς όπως ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, ο Μητσοτάκης, ο …»
«Σιγά, για να καταλάβω, κι εμείς Καραμανλή, Παπανδρέου και Μητσοτάκη έχουμε, ποια είναι η διαφορά;»
«Εντάξει, δεν είναι και το καλύτερο παράδειγμα. Σβήσ’ το. Και, κοίτα να δεις, άσε τα πολιτικά, μικρή είσαι ακόμα, πάρε για παράδειγμα τους ανθρώπους που διαμορφώνουν, αλλά και λένε ότι εκπροσωπούν, την κοινή γνώμη, τους δημοσιογράφους. Εμείς μεγαλώσαμε με τον Καψή, με τον Πρετεντέρη, με τον Ζούλα, με τους Διακογιάννη και Τσώχο στ’ αθλητικά, με…»
«Εεεε! Κι εμείς Καψήδες, Πρετεντέρη, Ζούλα και Διακογιάννη και Τσώχο έχουμε. Χάσμα δεν βλέπω και θα την πατήσω στην Έκθεση αύριο!»
Πάνω που άρχισα να απογοητεύομαι, άστραψε η ιδέα στο μυαλό μου. Μουσική!
«Τι ακούς τόση ώρα που μιλάμε μ’ αυτά τ’ ακουστικά που θα σε κουφάνουν μια μέρα γιατί δεν ακούτε τους μεγαλύτερους…;»
«Ακούω τη Βίσση στο καινούριο της Γιουροβίζιον»
Ωχ! Να πάρει, ξανασκέφτηκα. Τι της λες τώρα; Κι εμείς τη Βίσση απ’ τη Γιουροβίζιον τη γνωρίσαμε πριν τριάντα χρόνια…,
« ναι, αλλά, εμείς μεγαλώσαμε κυρίως με Καζαντζίδη, Νικολόπουλο. Νταλάρα, Σαββόπουλο, Κόκοτα, Μπιθικώτση, Μενιδιάτη, Παπακωνσταντίνου, τον άλλον με τα ψηλά ρεβέρ, μη σου πω Διονυσίου…»
«Ε, και; Με τους ίδιους μεγαλώνουμε κι εμείς, πού είναι η διαφορά; Στον Διονυσίου…; Σιγά! Εμείς έχουμε τρεις Διονυσίου τώρα!»
Ωχ! Ξανά, δίκιο έχει το παιδί, λάθος παράδειγμα. Ξέχασα ότι στην Ελλάδα –λόγω προβλημάτων στο Ασφαλιστικό- οι καλλιτέχνες (και οι πολιτικοί και οι γιατροί και οι δικηγόροι και και…) δεν βγαίνουν ποτέ στη σύνταξη, βάλε ότι και οι γιοι και οι κόρες πρέπει να συνεχίσουν οπωσδήποτε αυτό που κάνει ο μπαμπάς, ε, μπαζώθηκε το …χάσμα, ας πιάσουμε το …εξωτερικό.
«Εντάξει ρε παιδί μου, σβήσ’ το και αυτό, αλλά η γενιά μου ήταν ροκ. Απ’ τον Βασιλιά τον Έλβις, τους Λεντ Ζέπελιν μέχρι Μπλακ Σάμπαθ κι όποιον πάρει ο Χάρος!»
«Πού ζεις ρε πατέρα, αυτά ακούμε κι εμείς, Μαζί δεν πήγαμε δυο φορές στους Σκόρπιονς; Μια χαρά παιδιά είναι.»
«Τι παιδιά παιδί μου, αυτοί είναι μεγαλύτεροι από μένα! Θα μ’ αφήσεις να τεκμηριώσω το χάσμα τέλος πάντων;»
«Αν μ’ αφήσεις να πάω στους Ρόλινγκ Στόουνς…» μου είπε «ζουν αυτοί ακόμη;» ρώτησα και ξέμεινα και από μουσικά επιχειρήματα τεκμηρίωσης του χάσματος.
Οπότε, αλλάζουμε πεδίο.
«Πάρε το σινεμά, εμείς μεγαλώσαμε με την Αλίκη, με την Καρέζη με τον Κωνσταντίνου, με τον Βουτσά, με τον Λάκη Κομνηνό…»
«Ποιόν τον Παύλο Μελά που είδαμε προχθές στην τηλεόραση; Τι μου λες ρε μπαμπά, κι εγώ με την Αλίκη στο Ναυτικό μεγαλώνω, τριανταδύο φορές στα δεκάξι μου το είδα, και με την Καρέζη να φωνάζει Ναυσικάααα και με τον Βουτσά να κυνηγάει μια την Καραγιάννη και μια τη Χλόη Λιάσκου, και τον Βλάχο να κυνηγάει τη βουλευτίνα Ανουσάκη στις Καλαμιές να τη βιάσει, που είναι η διαφορά;»
«Δε σου είπα να βλέπεις μόνο τα ΚΑΤΑΛΛΗΛΑ για ανηλίκους;;»
«Μην αλλάζεις θέμα μπαμπακουλικάκο μου» –πώς ρίχνονται οι μπαμπάδες ε;- « για το χάσμα γενεών λέγαμε και χάσμα δεν βρήκαμε»
«Βρε πουλάκι μου, ας πούμε η εμφάνιση. Φοράς κάτι μισακά χαμηλοκάβαλα παντελόνια καμπάνα…»
«Γιατί εσύ τι φορούσες στην ηλικία μου, να φέρω το άλμπουμ;»
«Ασ’ το κι αυτό καλύτερα»
‘Τα’ αφήνω κι αυτό. Ναι, αλλά αύριο με την Έκθεση τι θα γίνει;;»
«…..Λοιπόν, γράψε. Χάσμα γενεών είναι η ψευδαίσθηση κάθε γενιάς ότι είναι διαφορετική από την άλλη. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν, για οποιονδήποτε λόγο δεν θέλουν οι γονείς να εξηγήσουν κάτι στα παιδιά τους και όταν τα παιδιά δεν θέλουν να εξηγήσουν κάτι στους γονείς τους.»
«Κατάλαβες;»
«Κατάλαβα, και ήδη νιώθω ένα χάσμα μέσα μου! Σμούτς!»

Labels:

Thursday, March 23, 2006

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ η εφημερίς


«Να μεταφερθεί το αεροδρόμιο»
«……επαναλαμβάνουμε σήμερα μια πρόταση, για την οποία η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ θα συνεχίσει να αγωνίζεται μέχρις της υλοποιήσεώς της. Να μεταφερθεί το αεροδρόμιο από τη θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα.
Και ενώ η πρόταση αυτή είχε ήδη διατυπωθεί, τόσο η προηγούμενη όσο και η σημερινή κυβέρνηση, επειδή προφανώς ούτε να σκεφθούν θα ήθελαν τέτοιο ενδεχόμενο, προχώρησαν σε ορισμένα έργα στο υπάρχον αεροδρόμιο. Με τις ανάγκες που αντιμετωπίζει η πόλη και οι προοπτικές της στο άμεσο –θα μπορούσε να πεί κανείς- μέλλον, τα χρήματα αυτά πήγαν χαμένα. Όσα έργα και να κάνουν στο υπάρχον αεροδρόμιο, το αποτέλεσμα θα είναι αλυσιτελές.
Η μεταφορά του αεροδρομίου στην περιοχή μεταξύ Χαλάστρας και Βέροιας θα μπορούσε να εξυπηρετήσει, εκτός από το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες, από τη Θεσσαλία έως τη Θράκη, και θα παρείχε στη Βόρεια Ελλάδα ένα αεροδρόμιο διεθνών προδιαγραφών, το οποίο το έχει ανάγκη, αν πράγματι η πολιτεία επιθυμεί την ανάπτυξή της.
Μήπως οι επίδοξοι τοπικοί άρχοντες πρέπει να δούν περισσότερο σοβαρά το θέμα; Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ εκτιμώντας τη σοβαρότητά του, θα επανέρχεται τακτικά, μέχρι να γίνει συνείδηση της πόλης και των κάθε είδους ταγών της


Επιτέλους!
Φαίνεται ότι η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (23-3-06) άρχισε να βλέπει τα πραγματικά προβλήματα.
Κάτι αρχίζει να κινείται τη στιγμή ακριβώς που η απογοήτευσή μου από το κατεστημένο της δημοσιογραφίας κτύπησε «κόκκινο».
Άντε γιατί γίναμε γραφικοί, ο Πάνος που το ξεκίνησε κι εγώ που σιγοντάρισα (νομίζοντας ότι και κάποιοι άλλοι θα βοηθούσαν).
Λυπάμαι μόνο που θα πούν ότι ο Ζουράρις (εκδότης) συμπλέει με τον …Καρατζαφέρη επί του θέματος.

Και ζητώ συγνώμη από τους μη Βορειοελλαδίτες ιστολόγους για την "τοπικίστικη" ενασχόληση αυτού του μπλόγκ.

Labels:

Saturday, March 18, 2006

Ανατολές

Μια φορά κι έναν καιρό, καταμεσής στον γαλανό ουρανό, ήταν ένας σύννεφος. Άσπρος και ζωηρός, ταξίδευε πέρα δώθε, έπαιζε με τον αέρα, σκαρφάλωνε ψηλά στις κορυφές των βουνών και μετά κατρακυλούσε στις πλαγιές τους μέχρι τη θάλασσα.

Του άρεσε η θάλασσα.
Κάθε μέρα περίμενε με ανυπομονησία το δειλινό, τότε που ο ήλιος βουτούσε στα βαθιά νερά, πέρα στον ορίζοντα, και τα έβαφε πορτοκαλιά στην αρχή κι ύστερα κόκκινα. Κι έτρεχε να δύσει μαζί του.
Του άρεσε η θάλασσα.
Κάθε νύχτα περίμενε με ανυπομονησία την αυγή, τότε που ο ήλιος άφηνε τα βαθιά νερά, πέρα στον ορίζοντα, και τα έβαφε πορτοκαλιά στην αρχή κι ύστερα χρυσαφένια. Κι έτρεχε ν’ ανατείλει μαζί του.
Από εκεί του βγήκε και τ' όνομα.
Ακόμη κι όταν φουρτούνιαζε κι άφριζε, η θάλασσα τον συνέπαιρνε με τη δύναμή της, κι ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων τρελαινόταν να πετάει χαμηλά, ν’ αγγίζει τις κυματοκορφές που στροβιλίζονταν και διαλύονταν στον δυνατό αέρα.
Του άρεσε η θάλασσα.
Ίσως γιατί του έμοιαζε κιόλας. Έκρυβε χίλια μυστικά μέσα της, φαινόταν τόσο μοναχική κι όμως, κάτω από την επιφάνειά της, έσφυζε από ζωή κι αγκάλιαζε στη δροσερή αγκαλιά της χιλιάδες, μυριάδες, ψάρια και δέντρα και κοράλλια.
Την αγαπούσε τη θάλασσα ο σύννεφος γιατί, στο κάτω κάτω ήταν και η μάνα του. Από το νερό της, που μια ζεστή μέρα εξατμίστηκε, γεννήθηκε κι ανέβηκε στον ουρανό να κυνηγάει από τότε τα όνειρά του, περιπλανώμενος, πότε μόνος του και πότε παρέα με άλλους φίλους σύννεφους.
Μαζί έκαναν απίθανες τρέλες. Βάλθηκαν κάποτε να κάνουν μούσκεμα όποιον δεν κρατούσε ομπρέλα. Μια άλλη φορά, εκεί που λιάζονταν στον ήρεμο ουρανό, είδαν έναν παλιάνθρωπο να βάζει φωτιά στο δάσος. Αμέσως όρμηξαν κάτω και, αφού έσβησαν με βροχή τη φωτιά, κυνήγησαν τον κακό άνθρωπο μπουμπουνίζοντας συνέχεια. Αυτός πήρε τέτοια τρομάρα που ποτέ δεν τόλμησε ν’ ανάψει ξανά φωτιά. Ούτε στο τζάκι του.
Τα χρόνια περνούσαν και ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων, πότε μόνος του και πότε με παρέα, περνούσε όμορφα κι ωραία. Καθώς, όμως, περνούσε ο καιρός, ένοιωθε όλο και πιο πολύ μόνος, ακόμα κι όταν βρισκόταν και με άλλα σύννεφα. Ένοιωθε ότι κάτι του λείπει.
Μια μέρα, εκεί που ξεκουραζόταν σε μια άκρη του ουρανού, κάτι περίεργο τράβηξε την προσοχή του. Στον ορίζοντα φάνηκαν πολλά σύννεφα που έτρεχαν γρήγορα. Ήταν μια παρέα από μεγάλα γκρίζα και μαύρα σύννεφα, με περίεργα σχήματα, που κατρακυλούσαν κάνοντας φασαρία πολλή, φώναζε το ένα στ’ άλλο και κυνηγιόντουσαν πετώντας αστραπές.
Να πάρει η ευχή, σκέφτηκε ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων. Κι ήταν τόσο ήρεμη η σημερινή μέρα. Ας πάω παρακάτω, μονολόγησε και σηκώθηκε να φύγει.
Καθώς, όμως, τεντώθηκε να ξεμουδιάσει, η άκρη του ματιού του είδε κάτι το διαφορετικό, κάτι το περίεργο και αταίριαστο στη μαυρίλα που πλησίαζε γοργά. Κοίταξε πιο προσεκτικά και, τότε, την είδε.
Μια ασπρούλα συννεφούλα, πανέμορφη, κατρακυλούσε με τα άλλα σύννεφα που σημασία δεν της έδιναν και την παρέσυραν δεξιά και αριστερά, την έσπρωχναν, στο άγαρμπο παιχνίδι τους, από δω κι από κει. Φαινόταν τόσο εύθραυστη, τόσο γλυκιά, τόσο διαφορετική από τα άλλα σύννεφα που ο σύννεφος έμεινε ακίνητος με το στόμα ανοικτό, σαν χαζός, κι ένα απρόσεκτο χελιδόνι παραλίγο να μπει μέσα. Συνήλθε γρήγορα και φώναξε μ’ όση δύναμη μπορούσε, εεεε συννεφούλαααα, Ασπρούλαααα, στρίψε κατά δω, θα κτυπήσεις και θα διαλυθείς μέσα σ’ αυτούς.
Η συννεφούλα δεν άκουγε από τη φασαρία. Ο σύννεφος άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, μα αυτή τίποτα. Πέρασε από μπροστά του κατρακυλώντας σπρωγμένη δεξιά και αριστερά και απομακρύνθηκε μαζί με τ’ άλλα σύννεφα προς την άλλη μεριά του ουρανού.
Ο σύννεφος, όμως, δεν το’ βαλε κάτω. Πήρε την ομάδα από πίσω και πετώντας δυνατά, φώναζε συνεχώς με όλη του τη δύναμη. Συννεφούλα στάσου. Αυτή, κάποια στιγμή, κάτι είδε, κάτι άκουσε, θα σας γελάσω, γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι της και το βλέμμα της κοντοστάθηκε πάνω του.
Οπ, τι ωραίος συννεφούλης είναι αυτός, σκέφτηκε. Ουφ, πολλή φασαρία κάνουν οι φίλοι μου. Δεν σταματάμε για λίγο; Βαρέθηκα πια, σπρωξιά από δω, κλωτσιά από κει, να πετάμε έτσι χωρίς λόγο.
Ο άσπρος σύννεφος άρχισε να κουράζεται. Όσο, όμως, την έβλεπε, έπαιρνε κουράγιο και συνέχιζε να πετάει. Θες οι γάμπες της, θες τα μάτια της, ένοιωθε ότι πλησίαζε ν’ αγγίξει τα όνειρά του και αυτό τον δυνάμωνε.
Η συννεφούλα ήταν κι αυτή κουρασμένη. Μα που είναι αυτός ο άσπρος σύννεφος, αναρωτήθηκε και γύρισε το κεφάλι. Τον είδε, ιδρωμένο και κουρασμένο, να προσπαθεί να φτάσει τα μαύρα σύννεφα, μα αυτά έτρεχαν γρήγορα. Αχ, καημένε, τρέξε λίγο, του φώναξε
.
Δεν μπορώ πιο γρήγορα, δεν είμαι σαν κι αυτούς, απάντησε ο σύννεφος, κάνε κάτι κι εσύ. Είχε πια λαχανιάσει. Η απόσταση μεγάλωνε και τον έπιασε μαύρη απελπισία. Συννεφούλα στάσου, ψιθύρισε. Δεν μπορώ άλλο μόνος μου. Δεν μπορώ να βρω το όνειρό μου μόνος μου. Εξαντλημένος και βουρκωμένος αιωρήθηκε ακίνητος στον ουρανό. Ήταν τόσο λυπημένος που ένα και μόνο δάκρυ του έφτανε να τον κάνει βροχή, να τον διαλύσει και να τον ρίξει στη θάλασσα για πάντα. Ίσως και να ‘ναι καλύτερα έτσι, σκέφτηκε. Ας κλάψω λοιπόν.
Τη στιγμή που το δάκρυ άρχισε να σχηματίζεται, σαν κάτι να ξεχώρισε στο βάθος του ορίζοντα. Σκουπίστηκε και κοίταξε καλύτερα. Κάτι ξεχώριζε, κάτι σαν να πετούσε προς το μέρος του, κάτι άσπρο. Μπα, κανένας γλάρος θα είναι, σκέφτηκε, μόνος του σαν και εμένα, λίγο μεγάλος βέβαια αλλά, ναι, σίγουρα γλάρος είναι.
Αλλά, γιατί τα μακρινά αστέρια, μέρα μεσημέρι, τραγουδούν; Γιατί ο ήλιος ξαφνικά είναι πιο ζεστός;
Εεε, σύννεφε, άκουσε την κρυστάλλινη φωνή της να τον καλεί. Καλέ, εγώ είμαι, η συννεφούλα που κοιτούσες, εε, δηλαδή Ασπροσυνεφφούλα με λένε.
Ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων δεν πίστευε ούτε στα μάτια του, ούτε στ’ αυτιά του. Άπλωσε τα συννεφόχερά του και την αγκάλιασε προσεκτικά στην αρχή, λίγο πιο σφιχτά μετά, και την οδήγησε σ’ ένα χορό που όλα τα πετούμενα στον ουρανό θα θυμούνται για πάντα.
Στροβιλίζονταν χορεύοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τ’ ουρανού για μέρες και μέρες. Μια στην Ανατολή, να προϋπαντήσουν τον ήλιο και μια στη Δύση να τον αποχαιρετούν.
Μια ξάστερη νύχτα, εκεί που γλιστρούσαν πάνω σε μια φεγγαραχτίδα, είδαν από κάτω τους έναν ωραίο κήπο. Τόσο ωραίο που τους τραβούσε σαν μαγνήτης. Ας ξαποστάσουμε λίγο, να εδώ στις τριανταφυλλιές. Αγκαλιάστηκαν και έγειραν τα κεφάλια τους πάνω σ’ ένα πανέμορφο άσπρο τριαντάφυλλο ρουφώντας το άρωμά του μέχρι το πρωί.
Εϊ, ξύπνα, ψιθύρισε ο σύννεφος καθώς ο ήλιος πήρε την ανηφόρα στον ορίζοντα. Η συννεφούλα τεντώθηκε, χαμογέλασε γλυκά και κοίταξε το τριαντάφυλλο. Τι μαλακό και μυρωδάτο μαξιλάρι, είπε. Κοίτα και τη δροσοσταλίδα που άφησαν τα κεφάλια μας επάνω του. Ώσπου να το πει, ο ζεστός ήλιος έστειλε τις ακτίνες του πάνω στο τριαντάφυλλο και η δροσοσταλίδα άρχισε να εξατμίζεται. Ο σύννεφος και η συννεφούλα παρακολουθούσαν συνεπαρμένοι το θέαμα. Πω, πω, ένα καινούργια σύννεφο γεννιέται από τη δική μας δροσιά, είπε ο σύννεφος.
Πραγματικά, καθώς η σταγόνα εξατμιζόταν, ένα μικρό, μικρούλι, τόσο δα συννεφάκι σχηματίστηκε πάνω από το τριαντάφυλλο, ένα συννεφάκι αφράτο, ομορφούλικο, τρυφερό και μυρωδάτο. Γύρισε το κεφαλάκι του και, μόλις είδε τη συννεφούλα, ρίχτηκε στην αγκαλιά της. Ο σύννεφος κοιτούσε χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Αγκάλιασε και τους δυό και σηκώθηκαν όλοι μαζί στον γαλανό ουρανό γελώντας και τραγουδώντας. Ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων και η Ασπροσυννεφούλα το ένοιωσαν αμέσως. Βρήκαν πια το όνειρο που έψαχναν τόσο καιρό.
Το τσαχπίνικο συννεφάκι, Νεφέλλη την ονόμασαν, έτρεχε πέρα δώθε γελώντας και πηδώντας, κάνοντας χίλια αστεία, ρουφώντας τη ζωή που απλωνόταν μπροστά του απέραντη σαν τον ουρανό και τη θάλασσα.

Διασκευή του παραμυθιού "ο συννεφούλης Αντώνης", αφιερωμένο στον χαζομπαμπά Δύοντα-Ανατέλλοντα

Wednesday, March 15, 2006

Αγγελιοχώρος - Ημερήσια πολιτική εφημερίδα

Μένω λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου αστικό λεωφορείο περνάει σπανιότερα απ’ ότι πλοίο στην άγονη γραμμή του Αιγαίου Αρχιπελάγους.

Το γεγονός αυτό με υποχρεώνει να κινούμαι με το αυτοκίνητό μου και, επίσης, να αγοράζω κάθε μέρα μία εφημερίδα αφού δεν έχω την ευκαιρία να προμηθεύομαι αυτές που μοιράζονται δωρεάν μέσα στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ.

Σήμερα, 15 Μαρτίου, διαπίστωσα ότι εκτός από το ένα Ευρώ την ημέρα, έχανα και άλλα πράγματα μη διαβάζοντας τις τζάμπα εφημερίδες.

Έχανα, ας πούμε, την ενημέρωσή μου για τα μπλόγκς γνωστών και φίλων που για να τα διαβάσω καθόμουν με τις ώρες στον υπολογιστή και έβγαζα τα μάτια μου αντί να τα έχω καλοτυπωμένα και συγκεντρωμένα όλα στις έγχρωμες σελίδες μιας τζάμπα εφημερίδας που μπορούσα να τη διαβάσω καθισμένος σ’ ένα παγκάκι της παραλίας.

Έχανα, ας πούμε, τον καιρό μου περπατώντας στους αιθέρες, νομίζοντας ότι θα βοηθούσα αυτούς που πρωτοέθιξαν το θέμα και θα συνέβαλα στην προσπάθεια ανάδειξης σοβαρού, για την πόλη μας, προβλήματος, προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσω παλιούς και νέους φίλους (δημοσιογράφους και μη) να βοηθήσουν στο ψάξιμο.

Κάποιος φίλος, μετά από ένα σχόλιό μου, που δεν του άρεσε, με συμβούλευσε να βρω το μέτρο. Προσπαθώ.

Αλλά ποιο μέτρο; Της φιλόξενης «εφημερίδας» με πρωτοσέλιδο, στις 13 Μαρτίου –για να χλευάσει τη Βίσση-, ποστ που ξεκινάει: «….στη διαφήμιση σαρώνει η γιαγιά (έως και κωλόγρια μπορείς να την πείς) του 11-8-80….»;

Στις 24 Φεβρουαρίου, ένα άλλο ποστ ενημερώνει τους Θεσσαλονικείς ότι «Κάποιος πρέπει να μας σώσει από τους προστάτες του περιβάλλοντος» (Αυτούς που αντιδρούν στον τρόπο με τον οποίο «μελετάται» η επέκταση του ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ…).

Από τον ίδιο μπλόγκερ που πέντε σελίδες μετά, στο ίδιο φύλλο, υπερασπίζεται το δικαίωμα των απεργοσπαστών αφού πρώτα τους έχει καταχεριάσει υπερασπιζόμενος το δικαίωμα των απεργών!

Είναι και θέμα αισθητικής. Ας ξαναδούν μερικοί τι δημοσιεύει η «εφημερίδα» κάτω από τα άρθρα τους.

Και, όπως φαίνεται από τα Φύλλα των τελευταίων είκοσι ημερών που έπεσαν μαζεμένα στα χέρια μου, είναι και θέμα ματαιοδοξίας.

Είναι κρίμα υπέροχα κείμενα και σκέψεις να γίνονται αχταρμάς με χυδαίες απρέπειες και κράχτες των 090. Λυπάμαι αφάνταστα.

Tuesday, March 14, 2006

Ναυτοσύνη made in Greece

Αφιερωμένο στους πολιτικούς μας που προτιμούν τον Θερμαϊκό έρημο και μόνο και τα πέταλα στα ποδοσφαιρικά γήπεδα γεμάτα αφιονισμένους νέους.

Του ‘χε γίνει έμμονη ιδέα.

Πού τα βρίσκει ο κερατάς ο γείτονας, δημόσιος υποϋπάλληλος, να, χθες μας πάρκαρε στη μούρη το καινούργιο κορεάτικο χατς – μπακ, με τις αεροτομάρες του, τις φιμέ τζαμάρες του και το ψεύτικο μπόξερ να κουνάει απορημένο το κεφάλι του ανάμεσα στις φούντες των μαξιλαριών στο πισινό παρμπρίτζ…

Που να πάρει, κι η δικιά μου η Πένυ –Παρθένα τη βάφτισε ο παπάς στο Καψοχώρι- σκότωσε το περιβολάκι και το ‘κανε λαιμαριά φακαντόρα για το κιμπαριλίκι μας, αλλά δεν μπορούμε ν’ αλλάζουμε αμάξι κάθε έξη μήνες σαν τους διπλανούς.

«Την είδες την κούρσα;;;» τσίριξε η Πένυ πάνω από τον ώμο του.

«Μας έπρηξε η Σάσα στο κομμωτήριο. Ηλεκτρικά παράθυρα, δέρμα τίγρεως τα καθίσματα, κάτι για φουσκωτά μαξιλαράκια και στα πλάγια, αν κατάλαβα, ακόμα και η κεραία ανεβοκατεβαίνει μόνη της, όχι σαν τη δική σου άχρηστε (αυτό το ‘πε ναζιάρικα) κι άλλα πολλά που δεν τα ‘πιασα γιατί βούιζε η κάσκα. Κατάλαβες το φρόκαλο; Νώντα, κάτι πρέπει να κάνουμε, για ένα πρεστίζ ζούμε γαμώ το.»

Το βράδυ έπεσε για ύπνο ανήσυχος. Η «κεραία» του δε λειτούργησε, η Πένυ μουρμούριζε και κοιμισμένη, μέτρησε κι αυτός δεν ξέρει πόσα πρόβατα –πιο πολλά από αυτά που μετρούσε στο μαντρί μικρός- και, στο τέλος, αποκοιμήθηκε βλέποντας τεράστια κύματα να τον απειλούν. Όπως τότε που ο γείτονας τον πήρε για ψάρεμα στο τραμπάκουλο, που κοτσάρει στη ρυμούλκα για να το βλέπει η γειτονιά, και κόντευαν να πνιγούν κοντά στο σκατοφάναρο, διακόσια μέτρα από τον Λευκό Πύργο όπου τα κεφαλόπουλα, έλεγε ο γείτονας, τρώνε καλά και μεγαλώνουν.

Στο εκατοστό κύμα που έσκασε πάνω του, ξύπνησε. Καταϊδρωμένος αλλά χαμογελαστός.

«Εδώ σ’ έχω κερατά» ψιθύρισε και σκούντησε την Πένυ. «Μανάρα μου ξύπνα, θα πάρουμε σκάφος, όχι παίζουμε, να δεις ποιανού κεραία θ’ ανεβοκατεβαίνει γρηγορότερα μωρή» είπε και όρμησε ακάθεκτος.

Τρεις βδομάδες μετά, κι ακόμη το παιδεύουν. Το σπίτι έχει γεμίσει προσπέκτους, οι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν.

«Να, δες κι αυτό, δένει με τον φοίνικα στην παραλία, έχει και νίκελ στη μύτη μπροστά», «κι αυτό σαν το μπαλκονάκι της θείας Λίτσας στο ρετιρέ, τα παντζούρια δε μ’ αρέσουν», «όχι αυτό με τα πανιά, άμα φυσάει θα πρέπει να τα κατεβάζουμε, να, αυτό με την τέντα θέλω», «ρε Πένυ, μπέρδεψες πάλι τα προσπέκτους, τα έπιπλα κήπου κοιτάς» και άλλα ωραία.

Στην αντιπροσωπεία Σκαφών Αναψυχής, τα πράγματα φαίνονται πιο απλά.

«Για ποιο σκοπό θέλετε σκάφος; Για ψάρεμα; Για αναψυχή; Για εντός του Κόλπου δραστηριότητα ή για την ανοικτή θάλασσα;» ρώτησε ο νεαρός πωλητής –εξυπνάκιας του φάνηκε- και τι να του πεις τώρα, «για να μπω στο μάτι του γείτονα» δεν πάει, «για εντός του Κόλπου» φέρνει λίγο άσεμνο, οπότε καταλήγουμε στο «εμείς, βασικά, για την πλάκα μας, να πούμε, να ξεσκάμε δηλαδή, ευκολίες κάνετε;» και «για προχώρα ρε μεγάλε και στα εξτρά».

«Λοιπόν, βυθόμετρο, πυξίδα και δρομόμετρο είναι στάνταρ εξοπλισμός. Δώρο της αντιπροσωπείας είναι τέσσερα σωσίβια, ένας πυροσβεστήρας, ένα κουτί πρώτων βοηθειών και ένα σετ ναυτικών φωτοβολίδων με το πιστόλι τους».

«Ωραία» σκέφτηκε «βρήκαμε και φωτοβολίδες για το ντέρμπι την άλλη Κυριακή» και

«δε μου λες ρε μεγάλε, καλό το βυθόμετρο και τα λοιπά, άμα πέσει ομίχλη πώς γυρνάν στην Αρετσού; Άκουσα για κάτι κομπιουτεράκια που σου δείχνουν συνεχώς πού είσαι», « το τζι πι ες θα λέτε», «ναι, το τζιπ αυτό», «είναι λίγο ακριβό ξέρετε, από τριακόσιες χιλιάδες και πάνω, μπορείτε να βάλετε και ραντάρ από τετρακόσιες χιλιάδες συν ΦΠΑ και μάνιουαλ στα Ελληνικά», «ωραία βάλε ένα απ’ αυτά», «πρέπει, όμως, να βάλετε και ένα Βι έϊτς εφ, έχουμε με τριανταδύο, εξηντατέσσερα και εκατον είκοσι κανάλια», «βάλε τα εξηντατέσσερα, τόσα έχει και η Τρίνιτρον τηλεόραση και πιάνει φίνα, και κάνε τη σούμα παρακαλώ αφού μου πεις τα γραφειοκρατικά

Τα γραφειοκρατικά, πέρα από τη νηολόγηση, λένε για Δίπλωμα μετά από εξετάσεις στη θεωρία και στην πράξη αλλά «χέσε με δικέ μου, ποιος να τρέχει σε δασκάλους κι αηδίες, ο κουμπάρος στο Λιμενικό είναι»

Κι έτσι, ένα ωραίο απόγευμα, καταπλέει στην οδό Μπουρλοτιέρηδων και επί ανοξείδωτης ρυμούλκας το απαστράπτον σκάφος και παρκάρει δίπλα στο τραμπάκουλο του γείτονα.

Στο κομμωτήριο οι κάσκες βούιζαν ενοχλητικά και η Πένυ κόντευε να βραχνιάσει «ψιθυρίζοντας εμπιστευτικά» στη Σούλα –για ν’ ακούει η Σάσα του γείτονα- «έξι δορυφόροι του λεν πού να πάει» και «μιλάμε σ’ όλο τον κόσμο από εξηντατέσσερα κανάλια» και «είναι αβύθιστο σου λέω, ως και οι μοκέτες επιπλέουν».

Στο «λέμε να πάμε στο Πόρτο Καράς, για το καζίνο καλέ, το Σάββατο,» η Σάσα η γειτόνισσα γύρισε τον διακόπτη της κάσκας της στο φουλ και βυθίστηκε στη θορυβώδη απελπισία της.

Στο καφενείο, το θέμα ίδιο. «πού να στα λέω γείτονα. Τριανταδύο κόμπους για πλάκα τους πιάνει. Έχει και ότο πάιλοτ, να ‘χεις τα χέρια σου ελεύθερα» του είπε και του ‘κλεισε με νόημα το μάτι. «Είσαι για μια τσάρκα την Κυριακή, στη χρωστάω ρε μπαγάσα

Ο γείτονας σαν κάτι να μουρμούρισε. Κατέβασε μονορούφι τον καφέ του κι έφυγε σπινάροντας το Κορεάτικο χατς μπακ.

Ίδια μέρα ήταν, Παρασκευή και δεκατρείς, που το κορεάτικο χατς μπακ καρφώθηκε στο δέντρο στο δρόμο προς την Κατερίνη και τα κεφαλόπουλα στο σκατοφάναρο, διακόσια μέτρα από τον Λευκό Πύργο, έτρωγαν τον Νώντα και την Πένυ, κι έπιναν το γάργαρο νερό του Θερμαϊκού στην υγειά της Ελληνικής Ναυτοσύνης.

Labels:

Friday, March 03, 2006

Αφιέρωση στον Δήμαρχο Θερμαϊκού






Εξαιρετικά αφιερωμένο στον Δήμαρχο Θερμαϊκού καθηγητή κύριο Αντώνη Ματζάρη.


Το TRISAN εξόκειλε πριν δυό μήνες στην ωραιότερη παραλία της Θάσου.

Γεμάτο μπαμπακόσπορο. Δεν είναι δα και κανένα «θηρίο» της θάλασσας.
Στη ναυτική ορολογία θα το λέγαμε «τραμπάκουλο», μεταμοντέρνο «λίμπερτυ», καραβάκι, δηλαδή, που παρακαλούσε να αποσυρθεί αλλά με την κατάσταση των ΝΑΤ (Ναυτικών Ασφαλιστικών Ταμείων) διεθνώς, όλο και παρέτεινε τον ενεργό του βίο, μέχρι που αγανάκτησε και αποφάσισε να δώσει τέλος στη σταδιοδρομία του εκεί στη μαγευτική ΘΑΣΟ.

Θα ήταν ακόμη μία θλιβερή ιστορία ναυαγίου (όπως όλα τα ναυάγια) αν δεν υπήρχε και η οικολογική διάσταση –που είναι μάλλον τουριστικοοικονομική- αφού το ναυάγιο «ρυπαίνει» και «μολύνει» την καλοκαιρινή αγελάδα με το γάλα για την εντόπια οικονομία, με τις διαρροές λαδιών, πετρελαίων κλπ, και με τον μουχλιασμένο, πια, βαμβακόσπορο να βρωμάει χυδαία.

Υπάρχουν όμως κι άλλες παράμέτροι που φαίνονται μικρολεπτομέρειες αλλά είναι άκρως αποκαλυπτικές για το τι επιφυλάσσει η Φύση όταν παραβιάζεις την διαχρονική ισορροπία της.

Αντιγράφω: «….άρχισε ήδη να παρατηρούνται αλλαγές στην ακτογραμμή. Η άμμος συγκεντρώνεται γύρω-γύρω από το ναυάγιο, απογυμνώνοντας άλλα σημεία της ακτής….»

Ένα τόσο δα καραβάκι, 500-700 τετραγωνικά μέτρα, 1000-2000 τόνων, άλλαξε τη συμπεριφορά της θάλασσας. Και σε δυό μήνες έχουμε:

Αλλαγές στην ακτογραμμή.

Απογύμνωση σημείων της ακτής και συγκέντρωση της άμμου γύρω από το ναυάγιο.

Για σκεφτείτε.

Πεντακόσια στρέμματα (πεντακόσιες χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα) διάδρομος προσγείωσης του αεροδρομίου ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ένα καράβι 7.500.000 τόνων (επτάμισυ εκατομμυρίων τόνων) ναυαγισμένο ως επέκταση μέσα στη θάλασσα.

Και, λένε, "τι να τις κάνουμε τις μελέτες; τις επιπτώσεις θα τις αντιμετωπίζουμε κατά την κατασκευή και όπως αυτές θα παρουσιάζονται".

Οι Αλήτες!

Labels:

Wednesday, March 01, 2006

Πολίτης ...Κ!














Λέει (υποθέτουμε) ο Δήμαρχος Καλαμαριάς: «Πιο μάγκας είναι ο Δήμαρχος Θερμαϊκού και μοστράρει στα διαφημιστικά του έντυπα (Δέστε στα Μυστικά του Κόλπου) και τα πλέον αποτυχημένα έργα του; Να κι εγώ.»
Θαυμάστε.
Οι πλωτές κατασκευές που φιγουράρουν ως «ολόσωμη» (εξώφυλλο-οπισθόφυλλο) φωτογραφία στη βιτρίνα του Πολίτη Κ (πολίτη Κ-ορόιδου-!) ήταν προεκλογική υπόσχεση του κ.Οικονομίδη (Δημάρχου) στους ερασιτέχνες ψαράδες της περιοχής που δεν έχουν πού να δένουν ασφαλώς τις βάρκες τους.
«Ψηφίστε με» τους είπε «κι εγώ είμαι εδώ.»
Αμέσως μετά την εκλογή του, έπεσαν οι διασυνδέσεις για να γίνει και η Καλαμαριά «Ολυμπιακός Δήμος»!
Κανείς δεν κατάλαβε βεβαίως τι σήμαινε αυτό, ούτε μας έχει εξηγήσει μέχρι σήμερα. Το προφανές είναι ότι με το «Ολυμπιακό» βάπτισμα σχεδιάστηκε η «απαλλοτρίωση» του προϋπολογισμού σε άχρηστα έργα που βαφτίστηκαν και αυτά «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ» όπως αυτό της φωτογραφίας. Έτσι, ο κύριος Δήμαρχος με 150 εκατομμύρια, ίσως και περισσότερα, πεταμένα στη θάλασσα και ενδεχομένως… σε τσέπες, πέτυχε να τηρήσει την υπόσχεσή του για «πλωτό αλιευτικό καταφύγιο» ενώ παράλληλα έπεισε τους Δημότες του ότι συμμετέχουν ενεργά και στους Ολυμπιακούς αγώνες (έφερε και τη Γιάννα για ψάρι στη Νέα Κρήνη).
Τρία χρόνια μετά ο «πλωτός λιμήν», όπως φαίνεται στο δικό του φυλλάδιο στολίζει την παραλία της Καλαμαριάς, άδειος κι έρημος γιατί το Λιμεναρχείο με βάση τον έλεγχο της κατασκευής (κάτι από επισοβαντισμένο φελιζόλ) ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ακόμα και την ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ οποιουδήποτε πλωτού μέσου σ’ αυτήν.
Επειδή τυχαίνει να γνωρίζω τους ανθρώπους (και τον Δήμαρχο Θερμαϊκού και τον Δήμαρχο Καλαμαριάς) και εκτιμώ ότι δεν είναι καβαλημένοι «Ναπολέοντες» που νομίζουν ότι οι δημότες τους τρώνε κουτόχορτο, ούτε στερούνται νοημοσύνης –το αντίθετο θα ‘λεγα-, εκτιμώ ότι, αν δεν θέλουν να εκπλαγούν σε λίγους μήνες, θα πρέπει να τραβήξουν το αυτί (να το ξεριζώσουν) από τους ηλίθιους συνεργάτες τους που τους εκθέτουν ανεπανόρθωτα και να ζητήσουν συγνώμη από τους πολίτες που πλέον γελούν με τα καμώματά τους.
Ξέρουν, θαρρώ, πως η αντίδραση αυτή –το γέλιο- είναι η τελευταία ένδειξη ανοχής πριν από την έκρηξη.

Labels: