Wednesday, February 22, 2006

Θάνατος εν πτήσει...

UH-1H - H5N1

Wednesday, February 15, 2006

Η πρώτη φορά

Στη θάλασσα επιτρέπονται τα πάντα, της είχε πει, πριν γείρει δίπλα της στο κόκπιτ.
Τον κοίταξε λαγοκοιμισμένο και άπλωσε το χέρι της, προσεκτικά μην τον ξυπνήσει.
Έγειρε κι αυτή.
Έκλεισε τα μάτια της, έσφιξε την άκρη στα χείλη της και ρούφηξε επιφυλακτικά.
Η γλυκοξινόπικρη γεύση ξεκινούσε κάτω από τη γλώσσα της και διαχεόταν στον ουρανίσκο πριν αρχίσει να της καίει γαργαλιστικά τον φάρυγγα.
Για πρώτη φορά δεν είναι κι άσχημα, σκέφτηκε.
Τρεμόπαιξε τη γλώσσα της στη σχισμή και ρούφηξε πιο αποφασιστικά.
Σχεδόν με λαχτάρα.
Μια γλυκιά ζαλάδα απλώθηκε από τα μηνίγγια της στο σβέρκο και ένοιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν.
Η ζεστασιά της λείας επιφάνειας την έκανε να ανοιγοκλείνει την παλάμη της. Τα ακροδάχτυλά της κινήθηκαν παιχνιδιάρικα σ’ όλο το μήκος της καμπύλης.
Απολάμβανε τη γεύση, την μυρουδιά, τη ζεστασιά, όταν οι θαλασσοσταγόνες που χόρευαν στον καλοκαιρινό πουνέντε, βρήκαν το πρόσωπό της.
Τράβηξε το χέρι της κι έγλυψε τα χείλη της. Η αρμύρα ήρθε να συμπληρώσει την απόλαυση. Καρύκευμα για πλήρη γεύση.
Τον κοίταξε τρυφερά.
Τι άλλο θα μάθω μαζί σου, του είπε με το νού της.
Στριμώχτηκε ακόμα πιο κοντά του και ξανάκλεισε τα μάτια της.
Αυτή τη φορά έτριψε την άκρη στον ουρανίσκο της και ρούφηξε δυνατά. Αισθάνθηκε τους χτύπους της καρδιάς της στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και, ασυναίσθητα, δάγκωσε την άκρη.
Δυό στάλες ιδρώτα ανάβλυσαν στο μέτωπό της.
Άνοιξε τα μάτια της κι αντίκρυσε τα δικά του. Ανοιχτά.

-Καλά την οδοντόβουρτσά μου αλλά και την πίπα μου; Τη ρώτησε γλυκά.
-Στη θάλασσα όλα επιτρέπονται, του απάντησε, φυσώντας τον καπνό στον άνεμο…

Labels:

Tuesday, February 14, 2006

Το ρίσκο

Αφιερωμένο, με την άδεια του Καλτσόβρακου, στην Κωνσταντίνα και "τους δικούς της"

Ο θόρυβος του τρυπούσε τ' αυτιά.
Οι ωτοασπίδες περασμένες στο λαιμό του, δεν τις μπορούσε κι ας έλεγε ο εργοδηγός ότι έπρεπε να τις φοράει.
Κάτι για "ντεσιμπέλ" του έλεγε, που "αν τα περάσεις, κουφαίνεσαι".
Αλλά, με τα διαόλια αυτά στ' αυτιά, ένοιωθε μόνος. Παρατηρητής του εαυτού του, δε συμμετείχε σ' ό,τι έκανε. Σα πεθαμένος ζωντανός.
Το ηλεκτροματσάκονο έσκαβε τα στρώματα της μπογιάς, έγδερνε τη λαμαρίνα και πέταγε τη σκουριά αναμμένη σε χιλιάδες σπίθες που άλλες έσβηναν στον αέρα κι οι πολλές απάνω του.
Τα γυαλιά "εργασίας" σηκωμένα στο μέτωπο, να του το σφίγγουν τόσο που ο μπόμπιρας το βράδυ τον ρωτούσε "μπαμπά γιατί έχεις τέσσερα μάτια;"
Ούτε αυτά τα μπορούσε, ούτε "τα εγκαύματα στον αμφιβληστροειδή" που τσαμπουνούσε ο εργοδηγός καταλάβαινε.
Τις λίγες φορές που τα κατέβασε στα μάτια, νόμιζε ότι τα χέρια που έβλεπε να δουλεύουν ήταν αλλουνού. Δεν ήταν τα δικά του.
Γεμάτα στίγματα από τις σπίθες, ουλές απ' το ξεστράτισμα του ματσακονιού και της τραγάνας που ξεκόλλαγε απ' τη λαμαρίνα και κόλλαγε πάνω τους.
"Φοράτε γάντια", τους έλεγε ο εργοδηγός, "θα χάσετε κανα χέρι", αλλά αυτός τα 'χε στην κωλότσεπη της φόρμας, πώς να δουλέψεις με δαύτα, πώς να νοιώσεις το σίδερο, πώς να μιλήσεις στο εργαλείο...
Έκανε ένα βήμα στο πλάι.
Η σκαλωσιά, τριάντα μέτρα ψηλή, και το μαδέρι γέρικο, γεμάτο ξύσματα και σκουριές.
Πατούσε γερά, χρόνια τώρα έκανε τον ακροβάτη.
Το δίχτυ ασφαλείας είναι ακριβό για το αφεντικό. Κι η ζώνη ασφαλείας είναι μπελάς για τον εργάτη. Λείπουν και τα δυό.
Έδεσε το ματσακόνι στη τριχιά και φώναξε "πάρ' το απάνω ρε και ρίξε το κανόνι".
Το "κανόνι" ξέρναγε την μαύρη άμμο με πίεση και καθάριζε τους πόρους του σίδερου.
Δεν είναι άμμος, μέταλλο είναι κι αυτή σε σκόνη, σκόνη που έμπαινε παντού, γυάλιζε τη λαμαρίνα και μαύριζε όλο το γύρω.
"Να φοράτε τη μάσκα" έλεγε ο εργοδηγός, "η άμμος κάθεται στα πλεμόνια και θα φτύνετε αίμα".
Και πώς αναπνέουν ρε εργοδηγέ, κατακαλόκαιρο, να ψήνεις αυγά στο σίδερο, με το φίμωτρο στη μούρη;
Γλύστρησε στο παλιό μαδέρι. Ούτε που κοίταξε κάτω, "αν κοιτάξεις, χάθηκες" του 'χε πεί ένας παλιότερος, βλαστήμησε τις άβολες μπότες και τον εργοδηγό που του τις έδωσε "για να μη γλυστράς", κρατήθηκε.
Η μπουρού από πάνω βάρεσε διάλειμμα.
Σκαρφάλωσε την ανεμόσκαλα, το μυαλό στο μεροκάματο, να λες φχαριστώ που το 'χεις.
Πάτησε στο ντεκ και άραξε στη σκιά δίπλα στη μπίγα.
Άνοιξε το μπουκάλι, γύρισε μια γουλιά νερό στο στόμα του κι έφτυσε αρμύρα, μπογιά, σκουριά και άμμο.
Το κολατσιό στην καραβάνα απ' τον στρατό νόστιμο σαν την κυρά του.
"Να πάς στο καλό" τού 'λεγε κάθε μέρα, χωρίς να τον κοιτά στα μάτια για να μη δεί την ανησυχία της.
Λες και μπορούσε να τον ξεγελάσει...
Αχ, ρε κυρά, για σένα προσέχω. Και για τον μπόμπιρα. Για τα όνειρά μας.
Τράβηξε απ' την τσέπη το τσαλακωμένο πακέτο. Ώρα για το πιό γλυκό τσιγάρο, σκέφτηκε.
Στη δεύτερη ρουφηξιά, η μπουρού βάρεσε "επανάλειψη".
Το κράτησε στα δάχτυλά του, πίεσε την κάφτρα να πέσει και το ξανάβαλε , κολοβό, στο πακέτο.
Πατούσε την καφτρα να σβήσει, σαν άκουσε τον εργοδηγό να του λέει " κόφ' το το ρημάδι, μια μέρα αυτό θα σε σκοτώσει".
Πέρασε το πόδι του στην κουπαστή και άδραξε την ανεμόσκαλα. Κοίταξε το μαδέρι που τον περίμενε στην άκρη του χάους πηγαίνοντας πέρα δώθε και δε βάσταξε.
Άει γαμήσου μάστορα, του φώναξε....

Labels:

Thursday, February 02, 2006

Αμελέτητων ...συνέχεια

Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2006
Αντιγράφουμε:

Μπάζωσαν το λιμάνι

Το λιμάνι στη Σκάλα Παναγιάς (Θάσου), το οποίο αποτελεί αλιευτικό αλλά και τουριστικό καταφύγιο και μάλιστα τους θερινούς μήνες είναι ορμητήριο πολλών σκαφών αναψυχής, έχει μπαζωθεί, με αποτέλεσμα σήμερα να μην μπορούν να μπούν και να βγούν από αυτό ακόμα και σκάφη μήκους τεσσάρων μέτρων! Η εκβάθυνσή του είναι αναγκαία, όμως τα χρήματα που απαιτούνται είναι πολλά. «Από τη Νομαρχία μας είπαν οι τεχνικοί ότι για να γίνει εκβάθυνση χρειάζονται 45000 Ευρώ και η νομαρχία μπορεί να δώσει τα μισά. Το έργο πρέπει να γίνει, γιατί το καλοκαίρι δεν θα μπορεί να έρθει κανένας με σκάφος για διακοπές, ενώ και τώρα οι ψαράδες ταλαιπωρούνται και χτυπούν τις βάρκες τους.» είπε ο αντιπρόεδρος του τοπικού Συμβουλίου.
Σύμφωνα με τους φορείς της περιοχής, το λιμάνι της Σκάλας μπαζώνεται σχεδόν κάθε χρόνο εξαιτίας μιας κακοτεχνίας που έγινε πριν από χρόνια, όταν γινόταν το έργο του αλιευτικού καταφυγίου.
«Δεν είχαν υπολογίσει τα δύο ρεύματα της θαλάσσιας περιοχής και οι πέτρες που σχηματίζουν το βραχίονα έχουν ριχτεί σε λάθος σημεία, με αποτέλεσμα ό,τι φέρνουν τα ρεύματα να μένουν μέσα στον κόλπο και να μπαζώνεται καθημερινά», είπε ο κ.Καστρινός.

Πέρα από το αδόκιμο λεξιλόγιο, η κατάσταση σας θυμίζει κάτι;
Ξέχασαν τα ρεύματα! Τώρα, να ρωτήσω ΠΟΙΟΙ; ή η απάντηση θα μας στείλει αδιάβαστους...
Παραλία Κατερίνης, Λιτόχωρο, Πύδνα, Στόμιο, Νέοι Επιβάτες, Αρετσού, Αη Γιάννης, Αγγελοχώρι, Μηχανιώνα, Επανωμή, Σκιώνη, και, και, και...
Ποιός λυμαίνεται τα λιμάνια μας ρε παιδιά; Και τα λεφτά μας;
Εισαγγελέας στον μπλογκόκοσμο υπάρχει;
Κύριε Αστυνομικέ μου που ευλαβικώς μας παρακολουθείς, δε λες κανά λογάκι και για αυτά τα μη ηλεκτρονικά αλλά πραγματικά εγκλήματα!
Κύριε Σουφλιά, βάζετε στοίχημα για το προσωπικό σας στοίχημα το Αεροδρόμιο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ;
Και καλά κουφός, εσείς το λέτε, ΤΥΦΛΟΣ είστε;

Labels:

Ανοιχτό Πανεπιστήμιο 2...

Για όσους ψιλοχλεύασαν το προηγούμενο περί Ανοικτού πανεπιστημίου, Φάτε τώρα τους Βορινοτσαρουχες σε εντατικά μαθήματα λογισμικής παράνοιας!