Ανατολές
Μια φορά κι έναν καιρό, καταμεσής στον γαλανό ουρανό, ήταν ένας σύννεφος. Άσπρος και ζωηρός, ταξίδευε πέρα δώθε, έπαιζε με τον αέρα, σκαρφάλωνε ψηλά στις κορυφές των βουνών και μετά κατρακυλούσε στις πλαγιές τους μέχρι τη θάλασσα.
Του άρεσε η θάλασσα.
Κάθε μέρα περίμενε με ανυπομονησία το δειλινό, τότε που ο ήλιος βουτούσε στα βαθιά νερά, πέρα στον ορίζοντα, και τα έβαφε πορτοκαλιά στην αρχή κι ύστερα κόκκινα. Κι έτρεχε να δύσει μαζί του.
Του άρεσε η θάλασσα.
Κάθε νύχτα περίμενε με ανυπομονησία την αυγή, τότε που ο ήλιος άφηνε τα βαθιά νερά, πέρα στον ορίζοντα, και τα έβαφε πορτοκαλιά στην αρχή κι ύστερα χρυσαφένια. Κι έτρεχε ν’ ανατείλει μαζί του.
Από εκεί του βγήκε και τ' όνομα.
Ακόμη κι όταν φουρτούνιαζε κι άφριζε, η θάλασσα τον συνέπαιρνε με τη δύναμή της, κι ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων τρελαινόταν να πετάει χαμηλά, ν’ αγγίζει τις κυματοκορφές που στροβιλίζονταν και διαλύονταν στον δυνατό αέρα.
Του άρεσε η θάλασσα.
Ίσως γιατί του έμοιαζε κιόλας. Έκρυβε χίλια μυστικά μέσα της, φαινόταν τόσο μοναχική κι όμως, κάτω από την επιφάνειά της, έσφυζε από ζωή κι αγκάλιαζε στη δροσερή αγκαλιά της χιλιάδες, μυριάδες, ψάρια και δέντρα και κοράλλια.
Την αγαπούσε τη θάλασσα ο σύννεφος γιατί, στο κάτω κάτω ήταν και η μάνα του. Από το νερό της, που μια ζεστή μέρα εξατμίστηκε, γεννήθηκε κι ανέβηκε στον ουρανό να κυνηγάει από τότε τα όνειρά του, περιπλανώμενος, πότε μόνος του και πότε παρέα με άλλους φίλους σύννεφους.
Μαζί έκαναν απίθανες τρέλες. Βάλθηκαν κάποτε να κάνουν μούσκεμα όποιον δεν κρατούσε ομπρέλα. Μια άλλη φορά, εκεί που λιάζονταν στον ήρεμο ουρανό, είδαν έναν παλιάνθρωπο να βάζει φωτιά στο δάσος. Αμέσως όρμηξαν κάτω και, αφού έσβησαν με βροχή τη φωτιά, κυνήγησαν τον κακό άνθρωπο μπουμπουνίζοντας συνέχεια. Αυτός πήρε τέτοια τρομάρα που ποτέ δεν τόλμησε ν’ ανάψει ξανά φωτιά. Ούτε στο τζάκι του.
Τα χρόνια περνούσαν και ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων, πότε μόνος του και πότε με παρέα, περνούσε όμορφα κι ωραία. Καθώς, όμως, περνούσε ο καιρός, ένοιωθε όλο και πιο πολύ μόνος, ακόμα κι όταν βρισκόταν και με άλλα σύννεφα. Ένοιωθε ότι κάτι του λείπει.
Μια μέρα, εκεί που ξεκουραζόταν σε μια άκρη του ουρανού, κάτι περίεργο τράβηξε την προσοχή του. Στον ορίζοντα φάνηκαν πολλά σύννεφα που έτρεχαν γρήγορα. Ήταν μια παρέα από μεγάλα γκρίζα και μαύρα σύννεφα, με περίεργα σχήματα, που κατρακυλούσαν κάνοντας φασαρία πολλή, φώναζε το ένα στ’ άλλο και κυνηγιόντουσαν πετώντας αστραπές.
Να πάρει η ευχή, σκέφτηκε ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων. Κι ήταν τόσο ήρεμη η σημερινή μέρα. Ας πάω παρακάτω, μονολόγησε και σηκώθηκε να φύγει.
Καθώς, όμως, τεντώθηκε να ξεμουδιάσει, η άκρη του ματιού του είδε κάτι το διαφορετικό, κάτι το περίεργο και αταίριαστο στη μαυρίλα που πλησίαζε γοργά. Κοίταξε πιο προσεκτικά και, τότε, την είδε.
Μια ασπρούλα συννεφούλα, πανέμορφη, κατρακυλούσε με τα άλλα σύννεφα που σημασία δεν της έδιναν και την παρέσυραν δεξιά και αριστερά, την έσπρωχναν, στο άγαρμπο παιχνίδι τους, από δω κι από κει. Φαινόταν τόσο εύθραυστη, τόσο γλυκιά, τόσο διαφορετική από τα άλλα σύννεφα που ο σύννεφος έμεινε ακίνητος με το στόμα ανοικτό, σαν χαζός, κι ένα απρόσεκτο χελιδόνι παραλίγο να μπει μέσα. Συνήλθε γρήγορα και φώναξε μ’ όση δύναμη μπορούσε, εεεε συννεφούλαααα, Ασπρούλαααα, στρίψε κατά δω, θα κτυπήσεις και θα διαλυθείς μέσα σ’ αυτούς.
Η συννεφούλα δεν άκουγε από τη φασαρία. Ο σύννεφος άρχισε να κουνάει χέρια και πόδια, μα αυτή τίποτα. Πέρασε από μπροστά του κατρακυλώντας σπρωγμένη δεξιά και αριστερά και απομακρύνθηκε μαζί με τ’ άλλα σύννεφα προς την άλλη μεριά του ουρανού.
Ο σύννεφος, όμως, δεν το’ βαλε κάτω. Πήρε την ομάδα από πίσω και πετώντας δυνατά, φώναζε συνεχώς με όλη του τη δύναμη. Συννεφούλα στάσου. Αυτή, κάποια στιγμή, κάτι είδε, κάτι άκουσε, θα σας γελάσω, γύρισε προς τα πίσω το κεφάλι της και το βλέμμα της κοντοστάθηκε πάνω του.
Οπ, τι ωραίος συννεφούλης είναι αυτός, σκέφτηκε. Ουφ, πολλή φασαρία κάνουν οι φίλοι μου. Δεν σταματάμε για λίγο; Βαρέθηκα πια, σπρωξιά από δω, κλωτσιά από κει, να πετάμε έτσι χωρίς λόγο.
Ο άσπρος σύννεφος άρχισε να κουράζεται. Όσο, όμως, την έβλεπε, έπαιρνε κουράγιο και συνέχιζε να πετάει. Θες οι γάμπες της, θες τα μάτια της, ένοιωθε ότι πλησίαζε ν’ αγγίξει τα όνειρά του και αυτό τον δυνάμωνε.
Η συννεφούλα ήταν κι αυτή κουρασμένη. Μα που είναι αυτός ο άσπρος σύννεφος, αναρωτήθηκε και γύρισε το κεφάλι. Τον είδε, ιδρωμένο και κουρασμένο, να προσπαθεί να φτάσει τα μαύρα σύννεφα, μα αυτά έτρεχαν γρήγορα. Αχ, καημένε, τρέξε λίγο, του φώναξε.
Δεν μπορώ πιο γρήγορα, δεν είμαι σαν κι αυτούς, απάντησε ο σύννεφος, κάνε κάτι κι εσύ. Είχε πια λαχανιάσει. Η απόσταση μεγάλωνε και τον έπιασε μαύρη απελπισία. Συννεφούλα στάσου, ψιθύρισε. Δεν μπορώ άλλο μόνος μου. Δεν μπορώ να βρω το όνειρό μου μόνος μου. Εξαντλημένος και βουρκωμένος αιωρήθηκε ακίνητος στον ουρανό. Ήταν τόσο λυπημένος που ένα και μόνο δάκρυ του έφτανε να τον κάνει βροχή, να τον διαλύσει και να τον ρίξει στη θάλασσα για πάντα. Ίσως και να ‘ναι καλύτερα έτσι, σκέφτηκε. Ας κλάψω λοιπόν.
Τη στιγμή που το δάκρυ άρχισε να σχηματίζεται, σαν κάτι να ξεχώρισε στο βάθος του ορίζοντα. Σκουπίστηκε και κοίταξε καλύτερα. Κάτι ξεχώριζε, κάτι σαν να πετούσε προς το μέρος του, κάτι άσπρο. Μπα, κανένας γλάρος θα είναι, σκέφτηκε, μόνος του σαν και εμένα, λίγο μεγάλος βέβαια αλλά, ναι, σίγουρα γλάρος είναι.
Αλλά, γιατί τα μακρινά αστέρια, μέρα μεσημέρι, τραγουδούν; Γιατί ο ήλιος ξαφνικά είναι πιο ζεστός;
Εεε, σύννεφε, άκουσε την κρυστάλλινη φωνή της να τον καλεί. Καλέ, εγώ είμαι, η συννεφούλα που κοιτούσες, εε, δηλαδή Ασπροσυνεφφούλα με λένε.
Ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων δεν πίστευε ούτε στα μάτια του, ούτε στ’ αυτιά του. Άπλωσε τα συννεφόχερά του και την αγκάλιασε προσεκτικά στην αρχή, λίγο πιο σφιχτά μετά, και την οδήγησε σ’ ένα χορό που όλα τα πετούμενα στον ουρανό θα θυμούνται για πάντα.
Στροβιλίζονταν χορεύοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τ’ ουρανού για μέρες και μέρες. Μια στην Ανατολή, να προϋπαντήσουν τον ήλιο και μια στη Δύση να τον αποχαιρετούν.
Μια ξάστερη νύχτα, εκεί που γλιστρούσαν πάνω σε μια φεγγαραχτίδα, είδαν από κάτω τους έναν ωραίο κήπο. Τόσο ωραίο που τους τραβούσε σαν μαγνήτης. Ας ξαποστάσουμε λίγο, να εδώ στις τριανταφυλλιές. Αγκαλιάστηκαν και έγειραν τα κεφάλια τους πάνω σ’ ένα πανέμορφο άσπρο τριαντάφυλλο ρουφώντας το άρωμά του μέχρι το πρωί.
Εϊ, ξύπνα, ψιθύρισε ο σύννεφος καθώς ο ήλιος πήρε την ανηφόρα στον ορίζοντα. Η συννεφούλα τεντώθηκε, χαμογέλασε γλυκά και κοίταξε το τριαντάφυλλο. Τι μαλακό και μυρωδάτο μαξιλάρι, είπε. Κοίτα και τη δροσοσταλίδα που άφησαν τα κεφάλια μας επάνω του. Ώσπου να το πει, ο ζεστός ήλιος έστειλε τις ακτίνες του πάνω στο τριαντάφυλλο και η δροσοσταλίδα άρχισε να εξατμίζεται. Ο σύννεφος και η συννεφούλα παρακολουθούσαν συνεπαρμένοι το θέαμα. Πω, πω, ένα καινούργια σύννεφο γεννιέται από τη δική μας δροσιά, είπε ο σύννεφος.
Πραγματικά, καθώς η σταγόνα εξατμιζόταν, ένα μικρό, μικρούλι, τόσο δα συννεφάκι σχηματίστηκε πάνω από το τριαντάφυλλο, ένα συννεφάκι αφράτο, ομορφούλικο, τρυφερό και μυρωδάτο. Γύρισε το κεφαλάκι του και, μόλις είδε τη συννεφούλα, ρίχτηκε στην αγκαλιά της. Ο σύννεφος κοιτούσε χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Αγκάλιασε και τους δυό και σηκώθηκαν όλοι μαζί στον γαλανό ουρανό γελώντας και τραγουδώντας. Ο σύννεφος Δύων Ανατέλλων και η Ασπροσυννεφούλα το ένοιωσαν αμέσως. Βρήκαν πια το όνειρο που έψαχναν τόσο καιρό.
Το τσαχπίνικο συννεφάκι, Νεφέλλη την ονόμασαν, έτρεχε πέρα δώθε γελώντας και πηδώντας, κάνοντας χίλια αστεία, ρουφώντας τη ζωή που απλωνόταν μπροστά του απέραντη σαν τον ουρανό και τη θάλασσα.
Διασκευή του παραμυθιού "ο συννεφούλης Αντώνης", αφιερωμένο στον χαζομπαμπά Δύοντα-Ανατέλλοντα
20 Comments:
Γλυκόοοοοοοοοοοοο!!!!!!!
Θα το χαρεί πολύ ο Δύων Ανατέλλων!
:)))))))))
Μήπως να τον φωνάξουμε να το δει;
Τρέχα CD να τον ξυπνήσεις...
Πολλα χαμόγελα μου έφερες γλυκιέ ημίαιμε. Πολλά και σε ευχαριστώ.
Στα παραμύθια ξέρεις, είναι διακριτό το κακό από το καλό. Οχι όπως εκεί έξω. Γι αυτό και μου αρέσουν.
Χαρά που θα κάνει ο Γιώργος όταν το δει...
Σε φιλώ και να έχεις χνουδένιες καληνύχτες.
Μελίνα
Περιμένω και περιμένω την αντίδραση του δύοντος, αλλά ακόμη -- μα τι κάνει; βάλτε μια φωνή!
CD ήταν ακόμη πιό γλυκό το να βλέπω τον συννεφούλη γιό να "βγαίνει" από το τριαντάφυλλο...(19 χρόνια πριν και τη συννεφούλα κόρη 16)
Λαμπρούκο βλέπω χτυπάμε και τη νέα γενιά για ψήφους.
Χνούδι μας, το χαμόγελο βοηθά σίγουρα και στη γρηγορότερη ανάρρωση. Περαστικά!
Μιραντοζωγραφίνα μας, ο Δ. Α. θα σκάλωσε στην άκρη του ουρανού. Είναι και το φεγγαρόπλοιο του Χνουδιού στο συνεργείο....
Πολύ πολύ πολύ όμορφο...Να'σαι καλά
Πατοσοφατσίτσα, ευχαριστώ και να χαίρεσαι τον ...Πατουσοφατσίτσο σου (και να σε χαίρεται!)
Γαβλησπέρα, σκυλούκο μου, και πατ πατ στο κεφαλάκι σου! :)
Καλησπέρα
(έπεσες διάνα, τρελλαίνεται για πατ πατ πατ!)
EΥΧΑΡΙΣΤΩ
δεν ξέρω άλλη λέξη, δεν ξέρω άλλη λέξη...δεν υπάρχει.
υπέροχο :-)
Δ.Α., κι εγώ ευχαριστώ. Να σε χαίρεται και η μονάκριβη ακριβή σου.
Μ.Π., χαίρομαι γιατί για άλλο λόγο μπήκα στα μπλογκς και για άλλον κρατιέμαι ακόμα μέσα.
Στην υγειά σου!
Γαβ!Γαβ! :-)
Πατ.... πατ.... :)
apo ta pio omorfa keimena pou exw diavasei... snif, sugkinithika polu vre imiaime...
episis i fwtografia sou moiazei me to skulo pou mas afise xronous dustuxws prin apo duo xronia kai sugkinithika kai gi afto...
pat pat ki apo mena!
Αθήναιος, με τις συνταγές που νοστιμίζουν όλες τις αισθήσεις, καλησπέρα.
C.D. γουρ, γουρ και κλαπ κλαπ (ουρά)
Krotkaya, χαίρομαι που ένα μικρό παραμύθι για μια μεγάλη στιγμή της ζωής αγγίζει τις χορδές σας. Σημαίνει ότι η τρυφερότητα και η αγάπη εξακολουθούν να υπάρχουν κάτω από τη σοβαρότητα ή σοβαροφάνεια της καθημερινότητάς μας.
Ημίαιμε, να ρωτήσω κάτι... Είσαι αδέσποτος και γυρνάς στους δρόμους έτσι; Άμα στις βόλτες που κάνεις, πετύχεις πουθενά το Ρεξ (είναι ο αδεσποτάκος που είχαμε χρόνια στην γειτονιά των γονιών μου στην Ελλάδα, και μετά χάσαμε μυστηριωδώς), να του πεις σε παρακαλώ πως μας λείπει πολύ, πως το πιατάκι του στον κήπο μας είναι γεμάτο και τον περιμένει και πως έχει τα πιο γλυκά ματάκια του κόσμου.
Επειδή, όμως φοβάμαι πως έχει αποδημήσει εν τόπω χλοερώ, πες μου, υπάρχει σκυλίσιος παράδεισος; Γιατι ο Ρεξ μας, σίγουρα εκεί πήγε, αν υπάρχει...
Για τον καλύτερο φίλο του χειρότερου εχθρού του υπάρχει σίγουρα ο Παράδεισος.
Για τον χειρότερο εχθρό του καλύτερου φίλου του πολύ φοβάμαι πως όχι.
Το πιατάκι στον κήπο να 'χει πάντα φαΐ, γιατί αδέπσποτοι κυκλοφορούμε πολλοί...
kalimera kai efxaristw. Me xanasugkinises polu kai tha me paroun ta zoumia mes to grafeio, wx!
kapoia stigmi tha tin diigithw tin istoria tou Rex, einai polu sugkinitiki, an kai oxi apo tis pio efxaristes. Na peis tou bagasa sou me to papillon, oti einai polu tuxeros -opws itan ki o dikos mou o tsaboukalemenos bagasas... :)
paw na vrw xartomantilo, filia!
Cool blog, interesting information... Keep it UP »
Post a Comment
<< Home