6. ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ Το Α/Τ ΒΕΛΟΣ 4
'Τώρα πήγε για ύπνο αφού του είπαν από τη γέφυρα ότι στείλατε σήμα με τον οπτικό’
Και μετά μας εξήγησε τις λεπτομέρειες.
Και τότε κόπηκαν τα δικά μας πόδια.
Ξημερώνει η 26η Μαΐου 1973
Δεν έκλεισα μάτι χτες το βράδυ. Καλύτερα να μη μας έλεγε ο Αρκούδης (Νικόλας Ζησιμόπουλος) τι έγινε όσο λείπαμε έξω. Υπερένταση.
Και πού να ξέραμε τι γίνεται αυτή τη νύχτα, όσο όλοι, εξαντλημένοι από την ένταση της ημέρας, κοιμόντουσαν τον ύπνο του Δικαίου (στην κυριολεξία!).
Παρένθεση πάλι λοιπόν.
Αφού επιβεβαιώθηκε λίγο πριν τις έντεκα το βράδυ ότι το ΒΕΛΟΣ είναι στο Φιουμιτσίνο, οι δημοσιογράφοι φρόντισαν να το διαλαλήσουν στον Κόσμο. Το BBC, η Ντώιτσε Βέλλε, το Παρίσι, έβγαλαν έκτακτα ‘ελληνικά’ δελτία ειδήσεων, και όλοι οι ραδιοσταθμοί και τηλεοπτικά κανάλια στην Ευρώπη άρχισαν να μεταδίδουν το γεγονός. Μέσα στη νύχτα λειτουργεί το σπασμένο τηλέφωνο σε πάρα πολλούς Έλληνες του εξωτερικού.
Μέσα στη νύχτα, λειτουργούν ακατάπαυστα και τα τηλέφωνα των Υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας και Ιταλίας με σταθερό αίτημα της πρώτης να μη γίνει δεκτό οποιοδήποτε αίτημα Πολιτικού Ασύλου, και να συλληφθεί και απελαθεί όποιος αποβιβαστεί στην Ιταλία.
Παράλληλα, μέσα στη νύχτα, η Χούντα διατάσσει πολλούς Έλληνες Αξιωματικούς του Ναυτικού που υπηρετούν σε Νατοϊκές Υπηρεσίες στην Ιταλία και σε γειτονικές πρεσβείες να σπεύσουν αμέσως στο Λιμεναρχείο του Φιουμιτσίνο με κάθε μέσο.
Η Ιταλική κυβέρνηση Αντρεότι από τη μια πιέζεται από την Ελλάδα και από την άλλη προβληματίζεται για το πώς θα αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κατάσταση σαν κι αυτή.
Κυριαρχούσα τάση είναι να συλληφθεί όποιος ζητήσει πολιτικό άσυλο και να απελαθεί στην Ελλάδα. Ετοιμάζεται χώρος στο στρατόπεδο προσφύγων στην Τεργέστη για να μεταφερθούν εκεί όσοι βγουν από το πλοίο μέχρι την διεκπεραίωση των νομικών διαδικασιών απόρριψης του αιτήματος και απέλασης.
Κλείνει η παρένθεση.
Στο ΒΕΛΟΣ, λοιπόν, όλοι, εξαντλημένοι από την ένταση της ημέρας, κοιμόντουσαν τον ύπνο του Δικαίου αγνοώντας τις ολονύκτιες εξελίξεις και διαβουλεύσεις της νύχτας.
Με το πρώτο φως, η κατάσταση στην περιοχή έχει αλλάξει. Σε ακτίνα ενός μιλίου από το πλοίο περιπολούν ταχύπλοα του Ιταλικού Λιμενικού, αποκλείοντας την προσέγγιση οποιουδήποτε, και από πάνω μας πετούν δυό-τρία ελαφρά αεροπλανάκια, πιθανόν με δημοσιογράφους.
Ενώ ενημερώνω τον Κυβερνήτη για τα χτεσινοαπογευματινά, ένα από τα κρις κραφτ που μας ‘συνόδεψε’ χτες το βράδυ πλησιάζει στην κλίμακα (σκάλα του πλοίου). Δίπλα στον Ιταλό Ναύτη στέκεται ένας Έλληνας ανώτατος αξιωματικός του Ναυτικού. Ο Αρχιπλοίαρχος Αρβανίτης. Σοβαρός, μάλλον ανέκφραστος, παραμένει στο κρις κραφτ και ζητάει από τον σκοπό στην κλίμακα να ειδοποιήσουν τον κυβερνήτη. Βγαίνουμε όλοι στο κατάστρωμα. Ο Παππάς χαιρετά τον Αρχιπλοίαρχο και αυτός του λέει
‘Νίκο, ο Λιμενάρχης μου είπε ότι ζήτησες άσυλο. Σκέψου το πάλι, ίσως δεν έχεις καλή ενημέρωση, μην παρασύρεις και μικρότερους.’
Ο Παππάς κατεβαίνει μερικά σκαλιά και κάτι λέει στον Αρχιπλοίαρχο ο οποίος κουνάει το κεφάλι του και λέει στον Ναύτη να φύγουν για το λιμάνι. Φεύγοντας χαιρετάει, φιλικά μου φάνηκε.
Σε λίγο άλλο κρις κραφτ, (αλήθεια πού βρέθηκαν τόσα πλωτά μέσα στη νύχτα; Δεν υπήρχε ούτε ένα όταν βγήκαμε χτες βράδυ εκτός από τα δυο που μας συνόδεψαν…) με έναν Έλληνα Αξιωματικό, τον Πλοίαρχο Χασιώτη, και έναν με πολιτικά, προσεγγίζει την κλίμακα.
Ο Παππάς είναι στο ‘φτερό’ της Γέφυρας ψηλά και τους κοιτάζει.
‘Κύριε Κυβερνήτα’ φωνάζει –τσιριχτά- αυτός με τα πολιτικά. ‘Είμαι ο πρεσβης στη Ρώμη, Ροκανάς, τι πάτε να κάνετε; Δεν έγινε τίποτα στην Ελλάδα. Κανείς δεν θα σας πειράξει. Τι πάτε να κάνετε;’
‘Κύριε Πρεσβευτά να πάτε έξω και να πείτε του Λιμενάρχη ότι περιμένω την απάντησή του για το Πολιτικό Άσυλο. Αν καθυστερήσει, παίρνω το καράβι και φεύγω. Και περιμένω και τους δημοσιογράφους για πρες κόνφερανς’
‘Μα είστε στα καλά σας; Έχουμε γίνει ρεζίλι διεθνώς, δεν θα έρθει ούτε ένας δημοσιογράφος, δεν θα τους επιτρέψουν, σας παρακαλώ, τουλάχιστον αφήστε με να μιλήσω στο πλήρωμα’ τσιρίζει ο πρέσβης.
Ένας αξιωματικός που ήταν στην Κλίμακα, κοιτάζοντας χαμογελαστός τον πρέσβη λέει δυνατά ‘μα αφήστε τον άνθρωπο κύριε Κυβερνήτα να έρθει επάνω και να μας μιλήσει’ οπότε ο πρέσβης μάλλον κατάλαβε ότι δεν ήταν και τόσο καλή η ιδέα του.
Ο αξιωματικός, δίπλα από τον πρεσβευτή κλείνει το μάτι στον Παππά και λέει στον Ιταλό Ναύτη να γυρίσουν στο λιμάνι.
‘Θα ξανάρθω’ φωνάζει ο πρέσβης. ‘Στο καλό’ του απαντούν εν χορώ όσοι ήταν στο δεξί κατάστρωμα.
Ο κυβερνήτης λέει στον Υπόλογο του Ασύρματου να επικοινωνήσει με το Λιμεναρχείο στις προβλεπόμενες διεθνείς συχνότητες. Δεν απαντάει.
Κατά τις δέκα, ξαναπλησιάζει το κρις κραφτ με τον πρέσβη. Άλλος αξιωματικός δίπλα του, ο Πλοίαρχος Λευκός.
Αμίλητος ο αξιωματικός, λαλίστατος ο πρέσβης, πριν φτάσει στην κλίμακα λέει στον Ιταλό να πλέει με μικρή ταχύτητα κοντά στο πλοίο και φωνάζει ‘δεν έγινε τίποτα, μη σας παρασύρει ο πλοίαρχός σας, το ψωμί εδώ έχει είκοσι δραχμές, πώς θα ζήσετε εδώ;, μη τον ακούτε…' Το κρις κραφτ σταματάει πάλι ανοιχτά από την κλίμακα. Ο Κυβερνήτης πετάει κεφάλι από τη γέφυρα και ρωτάει ‘έχετε τίποτα νεώτερο κύριε πρέσβη; Ή να πάρω το καράβι και να φύγω;’
‘Όχι, όχι, με διαβεβαίωσαν ότι θα δώσουν άσυλο σε σας αλλά πρέπει να έρθετε στο Λιμεναρχείο για τα τυπικά’
Όσοι αξιωματικοί ήμασταν παρόντες, με μια φωνή, φωνάξαμε στον πρέσβη ‘Όχι, ο Κυβερνήτης μας δεν θα πάει πουθενά μόνος του’ και γυρίζοντας προς τον κυβερνήτη ένας Υποπλοίαρχος λέει ‘κύριε Κυβερνήτα, να πάει κάποιος άλλος, βρωμάει η πρόταση του πρέσβη’, ‘Να, ο μικρός που ξέρει κι Αγγλικά καλά’. (!)
Ο κυβερνήτης γελάει κι από πάνω από τη γέφυρα λέει
‘Άντε μικρέ, σάλτα έξω και δες τι σκατά θέλει ο Λιμενάρχης’
Και πες του ότι θέλουμε έγγραφη διαβεβαίωση από το Υπουργείο Εσωτερικών για την παροχή Ασύλου γιατί αλλιώς, με το που πέσει ο ήλιος, αποπλέουμε!’
Έχει πάει έντεκα. Σαλτάρω στο κρις κραφτ που ξεκινάει για το λιμάνι. Ο πλοίαρχος Λευκός με κοιτάζει πλαγίως, εγώ τον ορίζοντα.
‘Είσαι ο;’
‘Σημαιοφόρος …..’
‘Τι θα κάνεις εσύ;’
‘θα ακολουθήσω τον Κυβερνήτη μου’
‘κι ο θειός σου το ίδιο θα έκανε, αγύριστο κεφάλι…’
(στο Πολεμικό Ναυτικό ήταν και ένας πρωτοξάδερφος του πατέρα μου –δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω γιατί πέθανε Πλοίαρχος στα 49 του ξαφνικά όταν έμπαινα εγώ στη Σχολή)
ήταν τα λόγια του με τον αντίχειρα σηκωμένο επιδοκιμαστικά από την πλευρά που δεν έβλεπε ο πρέσβης… (σημειώστε ότι οι αξιωματικοί που αναφέρθηκαν στο κρις κραφτ δεν ήταν μυημένοι στο Κίνημα του ναυτικού).
Ο πρέσβης πήρε τη σκυτάλη κι άρχισε να μου λέει πόσο ακριβή είναι η Ιταλία, και δεν έχει δουλειές και θα πεθάνουμε στην πείνα και διάφορα άλλα φαιδρά που τα αντιμετώπισα σιωπηλός, χαμογελαστός και κοιτώντας πάλι τον ορίζοντα.
Μπαίνοντας στη μπούκα του λιμανιού, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Εκατοντάδες κόσμου με πλακάτ στα Ελληνικά και στα Ιταλικά ήταν παρατεταγμένοι στους προβλήτες και φώναζαν συνθήματα γιουχάροντας όποιον Έλληνα Αξιωματικό έβλεπαν να πηγαίνει προς το ΒΕΛΟΣ. (αργότερα μάθαμε ότι μέσα στη νύχτα κινητοποιήθηκαν πολλοί Έλληνες φοιτητές και εξόριστοι και κατάφεραν να βρεθούν εκεί εγκαίρως για συμπαράσταση. Μεταξύ τους ο Βασιλικός, ο Ζαμπέλης, ο Σηφουνάκης και άλλοι πολλοί)
Μπαίνοντας με τον πρέσβη στο Λιμεναρχείο, ένα μικρό οίκημα με δυό δωμάτια, βλέπω καμιά δεκαπενταριά Έλληνες Αξιωματικούς που δεν τους ήξερα –δεν είχαμε κλείσει χρόνο σαν αξιωματικοί εμείς οι μικρότεροι- που με κοιτούσαν μάλλον με …συμπόνια. Ένας από αυτούς, που είχε κάνει Διευθυντής Σπουδών στη Σχολή Δοκίμων και με αναγνώρισε, ήρθε και με χτύπησε πατρικά στην πλάτη.
‘Κι εσύ;’ Κι εγώ’ απάντησα και μπήκα στο Γραφείο του Λιμενάρχη κλείνοντας την πόρτα πριν μπεί ο πρέσβης που τον κοίταξα στα μάτια έντονα. Δεν μπήκε. Ο Λιμενάρχης, ένας σαραντάρης εξαντλημένος από την ολονυκτία και το τρέξιμο (όλη η Ιταλία στο κεφάλι του ήταν) με μισά Αγγλικά και μισά Ιταλικά μου έλεγε για ‘άσιλο πολίτικο’ και μού ‘δειχνε ένα χαρτί από τα τηλέτυπα με σφραγίδες και διάφορες τζίφρες. Στα Ιταλικά.
‘Νον καπίσκο νιέντε καπιτάνο’, του λέω, ‘ιο βόλιο κουέστο ιν Ινγκλις’. ‘Μα κε πόρκα μιζέρια, πόρκα απ’ αυτό, πόρκα απ’ εκείνο’ μίλαγε και γρήγορα, εγώ βράχος ‘κουέστο ιν Ίνγκλις!’. Πιάνει τα τηλέφωνα ο Λιμενάρχης –λίθινη τηλεπικοινωνιακή εποχή στην Ιταλία είπαμε- τέσσερις φορές είπε σε καθένα που του απαντούσε 'Μινιστέρο ντελ Ιντερνο' για να αρχίσει να λέει το πρόβλημα.
‘Μπένε, γκράτσιε’ λέει, και γυρνάει σε μένα. ‘Ασπετιάμο’ μου λέει στα Ιταλικά, ‘ό,τι πεις’ απαντάω στα Ελληνικά.
Επί είκοσι λεπτά του εξηγώ ότι είμαστε τριάντα, μου λέει ότι στις τρεις το μεσημέρι θα έρθουν δύο σκάφη της ακτοφυλακής να μας παραλάβουν από το ΒΕΛΟΣ. Κρατάω σημειώσεις. Σε λίγο το τηλέτυπο αρχίζει να βαράει. Νέο έγγραφο, στα Αγγλικά. Το τραβάει ο Λιμενάρχης και μου το δίνει. Το Υπουργείο Εσωτερικών με σφραγίδες, υπογραφές και όλα τα καλά ενός επίσημου εγγράφου διαβεβαιώνει ότι θα εξεταστεί ΘΕΤΙΚΑ το αίτημα για πολιτικό άσυλο όποιου επιθυμεί να το ζητήσει. Το βάζω στην τσέπη μου και ο Λιμενάρχης λέει ‘Ω, νο’ και μου το παίρνει. ‘Κόπι’ δεν υπήρχε δυνατότητα (δεν έβγαζε το τηλέτυπο – δεν υπήρχε φωτοαντιγραφικό!), σαφώς το χρειαζόταν, τον λυπήθηκα γιατί κατέρρεε από την κούραση, του λέω ‘βα μπένε’, του το δίνω και ‘αντιάμο τώρα αλα νάβε’. Γιατί πήγα εγώ που ήξερα Αγγλικά να συνεννοηθώ με τον λιμενάρχη που δεν ήξερε, δεν το κατάλαβα ποτέ!
Όταν ερχόμασταν εν μέσω κραυγών και συνθημάτων, για την δεκαπέντε μέτρων διαδρομή από τα σκαλιά στο Λιμεναρχείο χρειάστηκα δέκα δευτερόλεπτα. Όσο ήμουν μέσα, διέρρευσε η πληροφορία ότι ο μικρός που ήρθε πριν ήταν από το ΒΕΛΟΣ. Για να ξαναμπώ στο κρις κραφτ έκανα είκοσι λεπτά απ’ τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου έξω από την πόρτα. Τέτοιες αγκαλιές και φιλιά και μπράβο και εύγε, δεν θες πολύ να βρεθείς …αλλού. Κι ο Ιταλός ο Ναύτης πήγε το κρις κράφτ στη μέση του λιμανιού και με ένα κόμβο ταχύτητα χαμογελώντας και απορώντας ποιος είναι αυτός ο πιτσιρικάς αξιωματικός που έχει ανοίξει τα χέρια του σαν τον Χριστό και αποθεώνεται από εκατοντάδες ανθρώπους…
Χρειάστηκε να πάει γρηγορότερα και να με χτυπήσει ο αέρας στο πρόσωπο για να προσγειωθώ στην πραγματικότητα.
Σε λίγο, σάλταρα στο πλοίο και έτρεχα στο δωμάτιο του Κυβερνήτη.
Labels: ΒΕΛΟΣ
13 Comments:
Αμέτρητα αυτιά στην Ελλάδα, κολλημένα στο ραδιόφωνο, κατάπιναν τα νέα από την Ντόιτσε Βέλλε εκείνη την νύχτα- επιτέλους, χαράζει!
Dodos, φίλε μου, αυτό το 'επι τέλους χαράζει' μου θυμίζει το 'The dawn' - επίλογος του The revolution του Chris de Burgh. Αν δεν το ξέρεις, στο τέλος της αφήγησης θα ψάξω να το βρώ και να το ανεβάσω. Γλυκόπικρο αλλά αληθινό!
άνθρωπέ μου, έχεις σκοπό να μας σκάσεις; γράψε τα, να τα διαβάσουμε...
με την ευκαιρία, πού βρέθηκαν τόσοι αξιωματικοί στο Φιουμιτσίνο?
"Παράλληλα, μέσα στη νύχτα, η Χούντα διατάσσει πολλούς Έλληνες Αξιωματικούς του Ναυτικού που υπηρετούν σε Νατοϊκές Υπηρεσίες στην Ιταλία και σε γειτονικές πρεσβείες να σπεύσουν στο Λιμεναρχείο του Φιουμιτσίνο."
Πόση μεγαλύτερη σπουδαιότητα έχει να μετέχεις στην ιστορία από το να γράφεις μια ιστορία...φαίνεται τώρα.
"Λύγισα" στην περιγραφή της αναχώρησης από το λιμεναρχείο αγαπητέ αδέσποτε!
Τι απίστευτο πράγμα αυτό με τους Ιταλούς. Με λίγη καλή θέληση μπορούμε να συνεννοηθούμε χωρίς να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Ούνα φάτσα ούνα ράτσα, πραγματικά.
Αυτό βέβαια συμβαίνει και με έναν ακόμη μεσογειακό λαό. Και με δαύτους μπορούμε να βγάλουμε άκρη χωρίς να μιλάμε την ίδια γλώσσα. Να το πω; ;^)
(φοβερή η περιγραφή Ημίαιμε, και φοβερή και η εμπειρία)
Όσο προχωράει η αφήγηση τόσο καταλαβαίνουμε όλοι την σπουδαιότητα που είχε η ΑΝΤΑΡΣΙΑ σας τότε.
Αλλά και σήμερα είναι σημαντική για να θυμώνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι..
Λίγο κλισέ το παραπάνω αλλά πόσο αληθινό!..
axtapos
mpampakis
anadelfos,
να 'στε καλά μου δίνετε κουράγιο να συνεχίσω.
Συγχωρέστε μου την καθυστέρηση -Αντώνιε- αλλα τα γράφω ΤΩΡΑ!
Έλα κάπτεν! Τι διάλο, πέρασε το μεσημέρι! Περ΄μένουμε...
ΥΓ Εκείνη την εποχή, ο πατέρας μου γυρνάει στο σπίτι και λέει «α, τους γελοίους, ούτε τα δικά τους καράβια δεν μπορούν να ελέγξουν!». Και φυσικά ανοίξαμε το ράδιο. Πάλι καλά που υπήρχαν τότε τα βραχέα και άκουγες όλη την Ευρώπη...
Σκύλε, το επόμενο δεν ...κυλά εύκολα.
Λίγη υπομονή.
Εξοργίζομαι με το επιχείρημα :"το ψωμί εδώ έχει 20 δραχμές.. πώς θα ζήσετε;"
Τα ίδια είπαν και στον πατέρα μου πριν τον αποστρατεύσουν ( στην ουσία τα ξήλωσε και τους τα πέταξε στη μούρη ) με την απάντηση: "Προτιμώ να τη βγάλω στο παγκάκι παρά να ξαναπετάξω για σας, άχρηστοι".
Είναι όντως εξοργιστικό. Για εικσάχρονους που βράζει το αίμα τους είναι και ...ξεκαρδιστικό!
Εύγε του πατέρα!
Post a Comment
<< Home